θελκτικός

θελκτικός
-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) [θέλγω]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θελκτικός — ή, ό γοητευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θελκτικά — θελκτικός neut nom/voc/acc pl θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc/acc dual θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικόν — θελκτικός masc acc sg θελκτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικαῖς — θελκτικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικαί — θελκτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικοῖς — θελκτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικωτάτη — θελκτικός fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικῆς — θελκτικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικῇ — θελκτικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελκτικήν — θελκτικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”